- τεσσαράριος
- και τεσσεράριος και τεσσαράλιος και τεσσαλάριος και θεσσαλάριος, ὁ, Α1. υπαξιωματικός επιφορτισμένος με την παραλαβή και μεταβίβαση συνθηματικών μηνυμάτων2. (στην Αίγυπτο) ονομασία πολιτικού αξιωματούχου3. φρ. «τεσσαράρια πλοῑα» — ταχυδρομικά πλοία επιγρ.. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tesserarius (< tessera)].
Dictionary of Greek. 2013.